ἀμελέτητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμελέτητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀμελέτητος ἐπίθ. σύνηθ. ἀμιλέτ᾿ τους βόρ. ἰδιώμ. ἀμελέτητε Τσακων, ἀμελέτιγος πολλαχ. ἀμιλέτ᾿ γους βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀμελέτητος.

Σημασιολογία

1)Παθ. ὁ μὴ μελετηθείς, ὁ μὴ μετ᾿ ἀκριβείας ὑπολογισθεὶς λόγ. σύνηθ. : Δουλ͜ειὰ ἀμελέτητη. Πράματα ἀμελέτητα. β)Ὡς οὐσ., διάβολος, σατανᾶς κατ᾿ εὐφημισμὸν (δηλ. ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν πρέπει ἢ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ μελετήσῃ, νὰ μνημονεύσῃ τις)πολλαχ. γ)Τὸ θηλ. ἀμελέτητη ἡ, ἡ νόσος εὐλογία Ζάκ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Ὀλυμπ.): Ἔβγαλε τὴν ἀμελέτητη Όλυμπ. δ)Ὁ διαλείπων πυρετὸς (κατά παράλειψιν τοῦ οὐσ. θέρμη)Κύθηρ. ε)Τὸ οὐδ. ἀμελέτητο τό, δαιμόνιόν τι Πελοπν. (Μαντίν. κ. ἀ.)ς)Ὁ μῦς πολλαχ. Συνών. κουφὸ (ἰδ. κουφός) . Πβ. ΑΧατζῆν ἐν Ἐπιστημ. Ἠχ. 17 (1930)35 σημείωσ. 2. ζ)Πᾶν ἑρπετὸν τὴν πρώτην ἑκάστου μηνὸς (διότι πιστεύεται, ὅτι διὰ τοῦ εὐφημητ. ὀνόματος ἀποφεύγει τις τὸν κίνδυνον νὰ βλέπῃ ταῦτα καθ᾿ ὅλον τὸν μῆνα)Ζάκ. η)Δένδρον τι (ἴσως ἡ λεγομένη λοιδοριˬὰ)Στερελλ. (Αἰτωλ.)θ)Ὁ σικυὸς πολλαχ. Συνών. ἀγγούρι 1, ἀμίλητο (ἰδ. ἀμίλητος) , παράξενο (ἰδ. παράξενος) . ι)Τὸ σκόροδον πολλαχ. ια) Ἡ ραφανὶς πολλαχ. ιβ)Ἡ χάλαζα ΝΠολίτ. Μελέτ 2,424. Συνών. ἀνομολόγητος. ιγ)Τὸ ὄξος Πελοπν. (Γέρμ.)Τσακων. Συνών. γλυκάδι, ξίδι. ιδ)Ἡ ἐπιληψία Ζάκ. Συνών. γλυκὺ (ἰδ. γλυκός) . ιε)Ἡ ἀσθένεια ἄνθραξ Στερελλ. (Ἀρτοτ.) : Ἔβγαλι τ᾿ ἀμιλέτ᾿ γου. ις)Ἐξάνθημα ἑρπηστικὸν ἐπὶ τοῦ προσώπου ἢ τῆς κεφαλῆς τῶν παιδίων Πελοπν. (Λακων.)Συνών. ἀμπέλι, άμπελοκλάδι. ιζ)Ἡ ἀσθένεια καρκίνος Κεφαλλ. ιη)Ἀπόστημα ἢ ἔκφυμα ὀδυνηρὸν τῶν δακτύλων Κεφαλλ. Συνών. ἀμπελοκλάδι, καλαγκάθι, καρφί, στεραγκάθι. ιθ)Οὐδ. πληθ. ἀμελέτητα τά, οἱ ὄρχεις τῶν σφαγίων πολλαχ.: Ἐφάγαμε - εἴχαμε ἀμελέτητα σήμερα Κεφαλλ. Συνών. ἀμίλητα (ἰδ. ἀμίλητος Β5) . Πβ. ἀμάλαγα (ἰδ ἀμάλαχτος 1γ) , ἁμαρτωλὰ (ἰδ. ἁμαρτωλὸς Β2) , ἁρχίδιˬα (ἰδ. ἀρχίδι) , ἀχαμνὰ (ἰδ. ἀχαμνός) , τρυφερὰ (ἰδ. τρυφερός) , τρυφερούλλιˬα (ἰδ. τρυφερούλλης) . 2)Ἐνεργ. ὁ μὴ μελετήσας, ὁ μὴ προετοιμασθεὶς κατ᾿οἶκον, ἐπί μαθητοῦ ἢ ἀγορητοῦ λόγ. σύνηθ. : Πῆγε ᾿ ς τὸ σχολεῖο ἀμελέτητος. Πάλι ἀμελέτητος μοῦ ἦρθες σήμερα, καηˬμένε! Ἀνέβηκε ᾿ ς τὸ βῆμα ἀμελέτητος σύνηθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/