ἄμελος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄμελος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄμελος ἐπίθ. πολλαχ. καὶ Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)Χίος ἄμιλους βόρ. ἰδιώ. ἀνάμελος Ἄνδρ. Ἀστυπ. Θρᾴκ. (Σηλυβρ. κ. ἀ.)Κάλυμν. Κύθηρ. Πάρ. Πελοπν.(Λακων.)Ρόδ. Σύμ. κ. ἀ. — Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. ἀνάμελες Σκῦρ. ἀνάμιλους Ἤπ. Θρᾴκ. (Μάδυτ.)Στερελλ. (Τοπόλ.)ἀνέμελος Θήρ. Θρᾴκ. Κύθηρ. Κύθν. Νάξ. Σῦρ. ἀνέμιλους Ἴμβρ. Λῆμν. Σάμ. ἀνήμελος Θρᾴκ. (Σηλυβρ.)Κάρπ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπιθ. ἄμελος. Πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,110. Περὶ τοῦ τύπ. ἀνάμελος, ὅστις καὶ ἐν Ἐρωφιλ. πρᾶξ. Β στ. 379 (ἔκδ. ΚΣάθα 351) , πβ. ΦΚουκουλ. ἐν Ἀθηνᾷ 43 (1931)77.

Σημασιολογία

1)Ὁ ἀποφεύγων τὴν ἐργασίαν, ἀμελής, φυγόπονος, ὀκνηρός πολλαχ. καὶ Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Ὄφ, Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) : Ἄμελος ἄνθρωπος, καρφὶ δὲν τοῦ καίεται! Ἄμελη γυναῖκα πολλαχ. Ὁ δεῖνα εἶναι πολὺ ἀνάμελος Ἄνδρ. Ἀνήμελος εἶναι ᾿ ς τοὶς δουλ͜ειές του Κάρπ. Τέτ͜οιος ἀνάμελος! (τόσον ἀμελής!)Ἄνδρ. Ἀτὸς βαρέα ἄμελος ἔν ᾿ ς σὴ δουλείαν ἀτ᾿(αὐτὸς πολὺ ἀμελὴς εἶναι είς τὴν ἐργασίαν του)Ὄφ. Χαλδ. Ἀνάμελος ποῦ ᾿ σαι, κακόμοιρε! Σύμ. Πεˬὸ ἀνάμελε δὲν ἔδα ᾿ γὼ ᾿ ς τ᾿ζωή μου! Σκῦρ. 2)Ὁ μὴ φροντίζων περί τινος, ἄφροντις, ἀμέριμνος Κύθηρ. Νάξ. Πελοπν. (Λακων.)Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.)Σάμ. : Ὁ λεύτιρους ἄθρουπους εἶν᾿ ἄμιλους (λεύτιρους =ἄγαμος)Σάμ. Πβ. ἀμελής, ἀμελητής, ἀμελιˬάρις. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀνέμελος καὶ ἐπών. Χίος

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/