ἀμέρωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμέρωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμέρωτος ἐπίθ. (ΙΙ)ἀνημέρωτος Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. κ. ἀ.)— Λεξ. Αἰν. ἀνημέρετος Πόντ. (Τραπ.)— KDieterich Südl. Sporaden 44 ἀλημέρωτος Πόντ. (Κερασ. Οἰν.)ἀμέρωτος κοιν. ἀμούρουτους Λυκ. (Λιβύσσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. μερωτὸς < μερώνω (ΙΙ) , παρ᾿ὅ καὶ μουρών-νου. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ. Περὶ τοῦ τύπ. ἀνημέρωτος, ὅς καὶ παρὰ Πορτ., πβ. ἀστερητ. 1δ καὶ ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,138 καὶ ἐν Ἀθηνᾷ 28 (1916)Λεξικογρ. Ἀρχ. 22, περὶ δὲ τοῦ ἀνημέρετος πβ. KDieterich ἔνθ᾿ἀν. Διὰ τὴν ἀνομ. ἐν τῷ τύπ. ἀλημέρωτος πβ. ἀνεμίδα - ἀλιμίδα κττ.
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ τιθασευθείς, ὁ ἀδάμαστος καὶ ἄγριος, ἐπὶ ζῷων καὶ ἀνθρώπων Κάρπ. Μεγίστ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν Σάντ. Τραπ. κ.ἀ.)Σύμ. Τῆλ. — Λεξ. Δεὲκ Περίδ. Αἰν. Ἠπίτ.: Ἄγρον κιˬ ἀνημέρωτον θερίον! (έπὶ παιδίου λίαν ἀτάκτου)Κερασ. Ἄγρον κιˬ ἀνημέρωτον ἐέντον (ἔγινε)Κοτύωρ. Ἀμέρωτον παιδὶ σύμ. || ᾌσμ. Σαρακηνὸς τοῦ ᾿ πάντηξεν, ἀμέρωτον θερίο Κάρπ. β)Ὁ ὑπὸ θυμοῦ ἢ ἀσθενείας ἔχων τὴν ὄψιν ἀγρίαν Πόντ. (Κερασ.)γ)Ὁ μὴ ὑποβληθεὶς εἰς τὸν ζυγὸν διὰ τὴν ἡλικίαν Θήρ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) : Βόιδι ἀμέρωτο Μάν. || ᾌσμ. Μικρὸς ἐκαβαλλίκεψε ἀμέρωτο μουλάρι Θήρ. δ)Ὁ μὴ ἐμβολιασθεὶς Μέγαρ.: Gορτσὰ άμέρωτη. Πβ. ἄγριος Β1. 2)Ὁ κλαίων ἀδιαλείπτως, ἀπαρηγόρητος Ἤπ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)Καππ. (Σίλ.)Λυκ. (Λιβύσσ.)Νίσυρ. : Τ᾿ἀπόκοψα κ᾿εἶν᾿ἀμέρωτο μέρα νύχτα (ἐνν. τὸ ἀπογαλακτισθὲν βρέφος)Ἤπ. Τὸ παιδὶ εἶναι ἀμέρωτο αὐτόθ. || ᾌσμ. Παιδὶ ἔχουμε ᾿ ς τὸ νανούδ᾿ἀμέρωτο καὶ κλαίει (νανούδ᾿ = λίκνον)Σίλ. 3)Πολυλόγος Πόντ. (τραπ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA