ἀμέσως
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμέσως
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀμέσως ἐπίρρ. λόγ. κοιν. ἀμέσους Στερελλ. (Ἀρτοτ. κ. ἀ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίρρ. ἀμέσως.
Σημασιολογία
Παραχρῆμα, ευθύς, ἀμελλητί, κοιν. : Πάω καὶ θὰ γυρίσω ἀμέσως. Ἀμέσως σήμερα θὰ γράψω. Τώρᾳ ἀμέσως!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA