ἀμέτρητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμέτρητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀμέτρητος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.)ἀμέτρητο Καλαβρ. (Μπόβ.)ἀμετρητὸ Ἀπουλ. ἀμέτρετος Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.)ἀμέτσ̑ητε Τσακων. ἀμέτριστο Καλαβρ. (Μπόβ.)ἀμέτριγος Πελοπν. (Οἰν.)κ.ἀ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀμέτρητος. Ὁ τύπ. ἀμέτριστο κατὰ τὰ εἰς -ιστος ἐπίθ.

Σημασιολογία

1)Ὁ μὴ μετρηθείς, ὁ μὴ ἀπαριθμηθεὶς κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ. κ. ἀ.)Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Χαλδ. κ. ἀ.)Τσακων. : Δὲν τὰ μέτρησα τὰ χρήματά μου, ἀμέτρητα τὰ ἔχω κοιν. Τοῦ ᾿ δωσα τὰ γρόσιˬα ἀμέτρητα Κρήτ. Τὰ μῆλα ἀμέτρετα ἔχ᾿ἀτα (ἔχω αὐτὰ)Χαλδ. κ. ἀ. Τὸ κοκκὶν ἀμέτρετον ἔν᾿αὐτόθ. Ἀμέτρετο ἔν᾿τὸ τζουπάδ᾿(ὁ ἀραβόσιτος)Ὄφ. β)Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ μετρηθῆ, άναρίθμητος, ἄπειρος κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ. κ. ἀ.)Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Χαλδ. κ. ἀ.)Τσακων.: Ἀμέτρητα λόγιˬα - ζῷα - χρήματα κοιν. Ἀμέτρητο ἀσκέρι Πελοπν. (Καλάβρυτ.)Ἀμέτρετα ἐκέρδεψεν Κερασ. Ἀμέτρετα σιλιˬάδες (χιλιάδες)Κοτύωρ. || Φρ. Χαῖρε, βάθος ἀμέτρητον! (ἐπὶ πλησμονῆς τινος συνήθως κακοῦ, οἶον: ἡ κακία του εἶναι χαῖρε κτλ. Ἡ φρ. κατ᾿ἀναλογ. τῆς ἐν τῇ ἀκολουθίᾳ τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου φρ. «χαῖρε, βάθος δυσθεώρητον»)σύνηθ. || ᾎσμ. Αύτὸν τὸν νεˬὸν ποῦ ἔχετε, αὐτὸ τὸ παλληκάρι, χίλιˬα σᾶς δίνω νὰ τὸν δῶ, μύριˬα νὰ τὸν μιλήσω κιˬ ἄν εἶναι γιˬὰ ξαγορασμό, ἀμέτρητα τὰ δίνω Κορσ. Ναϊλλοὶ ἐμέν, τὰ τέρτ μου ἀμέτρετα μαλλία! (ἀλλοίμονόν μου, τὰ βάσανά μου εἶναι ὡς ἀμέτρητα μαλλιά!)Χαλδ. Συνών. ἀλογάριˬαστος Α 1 β, ἀλόγιˬαστος 2, ἄμετρος, ἀναρίθμητος. γ)Μεταφ. ὁ οὐχὶ ἐσκεμμένος, ὁ ἀπροβούλευτος, ἐπὶ λόγου Κρήτ. : Τὰ λόγιˬα του εἶν᾿ἀμέτρητα. 2)Ἐνεργ. ἀπερίσκεπτος Χίος. Συνών. ἀζύγιστος 2, ἀκομπασσάριστος, ἀσυλλόγιστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/