ἀμήγιˬανος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμήγιˬανος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀμήγιˬανος ὁ, Κῶς ἀμήγιˬανους Κυδων. Λέσβ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ πλεοναστικοῦ στερητ. ἀ- καὶ τῆς φρ. νὰ μὴ γιˬάνῃ. Πβ. ἀ- στερητ. 2 β.
Σημασιολογία
1)Ἀνίατος ἀσθένεια, μόνον ἐν ἀραῖς ἢ ἀστείαις φράσεσιν ἔνθ᾿ἀν.: Κουπίδ᾿ , σαπίδ᾿τσ᾿ἀμήγιˬανου! (νὰ κοπῇ, νὰ σαπῇ καὶ νὰ μῆ γιˬάνη! Ἀρὰ)Λέσβ. Νὰ πάθ᾿τοὺν ἀμήγιˬανου! Κυδων. 2)Φάρμακον μὴ συντελοῦν εἰς τὴν ἴασιν, ἐν ἀστείᾳ φράσει Κῶς: Τὸ πόνεμά σου θέλει πλάτανον κιˬ ἀμήγιˬανον (ὁ πόνος σου θέλει πλάτανον, ἵνα πλατύνῃ, καὶ ἀμήγιανον, ἵνα μὴ γιˬάνη) .
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA