ἀμὴν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμὴν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επιφώνημα
Τυπολογία
ἀμὴν ἐπιφών. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)ἀμὴ Θήρ. Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. κ. ἀ.)Πελοπν. (Λακων. Μάν.)κ.ἀ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἀμὴν ἐκ τοῦ Ἐβρ. διὰ τῆς Ἐκκλησίας εἰσελθὸν εἰς τὴν δημώδη γλῶσσαν.
Σημασιολογία
1)Συνήθως κατακλεὶς ἐκκλησιαστικῶν εὐχῶν καὶ ἐκφωνήσεων ἐν τῇ ἐκκλησιαστικῇ γλώσσῃ σύνηθ.: Παροιμ. Τὸ Κύριε ἐλέησον εἰς τὸ ἀμὴν κατεβαίνει (τῶν φλυαριῶν τὸ πόρισμα εἶναι ληρῶδες)Κεφαλλ. β)Εἴθε, γένοιτο! (κυρίως τίθεται ὡς ἀπάντησις εἰς εὐχὴν γενομένην παρά τινος ἄλλου)κοιν. καὶ Πόντ. (Χαλδ.) : Κιˬ αὔριο μὲ ὑγεία! — Ἀμήν! Καὶ τοῦ χρόνου μὲ ὑγεία! — Ἀμήν! Ὁ Θεὸς νὰ τὰ φέρῃ ὅλα δεξιά! — Ἀμήν! σύνηθ. || Φρ. Αὐτὸς λέγει πάντοτε τὸ ἀμὴν (συμφωνεῖ πάντοτε ἄνευ ἀντιρρήσεως. Πβ. ἀμηντζῆς)ἀγν. τόπ. Ὡς εἰσαγωγικὸν εὐχῆς ἢ ἀρᾶς Ἀπύρανθ. Θήρ.: Ἀμή, Θεέ μου, καὶ νὰ στραβωθῇ καὶ νὰ μὴ ξαναδῇ τὸ φῶς τσῆ μέρας! (ἀρὰ)Ἀπύρανθ. Ἀμή, Χριστέ μου, ὡς μὲ πίκρανε νὰ τὸν πικράνῃ ὁ Κύριος! Θήρ. 2)Τὸ τέλος πράξεως ἢ καταστάσεώς τινος Ζάκ. Ἤπ. Μακεδ. (Βογατσ.)Νάξ. (Ἀπύρανθ.)Πελοπν. (Κορινθ.)Στερελλ. (Αἰτωλ.)Χίος κ. ἀ. : Μὴν τοῦ μιλᾷς, γιˬατὶ εἶναι ᾿ς τὸ ἀμὴν (εἶναι εἰς τὸ τέλος τῆς ὑπομονῆς, ἢτοι εἶναι ἕτοιμος νὰ ἀρχίσῃ τὴν φιλονικίαν)Κορινθ. Ἦρθε ᾿ς τὸ ἀμὴν (ἔφθασεν εἰς τὸ χεῖλος τοῦ τάφου)Ἤπ. Εἶνι ᾿ς τ᾿ἀμὴν (συνών. τῷ προηγουμένῳ)Βογατσ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA