ἀμίδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμίδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀμίδα ἡ, Λέσβ. (Πλομάρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀμίς.

Σημασιολογία

Τὸ οὐροδόχον ἀγγεῖον. Συνών. ἀγγ͜ειάστρα, ἀγγ͜ειὸ 1 δ, ἀμίλητο (ἰδ. ἀμίλητος Β 3) , γλαστρί, ἐπιδέξιο, καθοίκι, κατουρογυˬάλι, κατουροκάνατο, κατουροτσούκαλο, τσουκάλι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/