ἀμίλητα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμίλητα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀμίλητα ἐπίρρ. Κρήτ. Κύπρ. Μεγίστ. Σύμ. κ. ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀμίλητος.
Σημασιολογία
Μετὰ σιγῆς, χωρὶς θόρυβον: Φρ. Ἄξαφνα τσ᾿ ἀμίλητα τσαὶ καλῶς ὡρίσατε Μεγίστ. Ἄπητα κιˬ ἀμίλητα Σύμ. Πβ. ἄμαχα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA