ἀμίμητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμίμητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀμίμητος ἐπίθ. λόγ. κοιν.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀμίμητος.

Σημασιολογία

Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ μιμηθῇ εἴτε κατὰ τοὺς λόγους εἴτε κατὰ τὰ ἔργα, ἀνυπέρβλητος, πάντοτε ἐπὶ καλοῦ: Ἠθοποιὸς ἀμίμητος. Κέντημα ἀμίμητο. Τέχνη ἀμίμητη.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/