ἀμμουδόπετρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμμουδόπετρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀμμουδόπετρα ἡ, Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἂμμος, τοῦ ὁποίου ὁ πληθ. ἂμμουδες, καὶ πέτρα
Σημασιολογία
Λίθος ἀμμώδους συστάσεως καῖ εὒθρυπτος. Συνών. ἀμμούδα 2
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA