ἀμμοφέρνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμμοφέρνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀμμοφέρνω ἀμαρτ. ἀμμουφέρνου Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἂμμος καὶ τοῦ ρ. φέρνω, περὶ οὓ ὡς β΄ συνθετ. ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 22 (1910) 252
Σημασιολογία
Περιέχω ἂμμον: Ἀμμουφέρ' αὐτό τοῦ χουράφι. Συνών. ἀμμίζω, ἀμμουδίζω 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA