ἄμμωσι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄμμωσι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
άμμωσι ἡ, Νάξ.
Ετυμολογία
Ἐκ του ρ. ἀμμώνω
Σημασιολογία
Ἂμμος: Ἣbενε ἂμμωσι ἢ ἢbανς ἂμμωσες 'ς τά παπούτσιˬα μου. Συνών. ἂμμοιδη, ἂμμος 1, ἂμμουδα 1, ἀμμουδιˬά 4, ἀμμοῦσα 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA