ἀμόν͜οιαστα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμόν͜οιαστα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀμόν͜οιαστα ἐπίρρ. πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπίθ. ἀμόνοιαστος.

Σημασιολογία

Κατά τρόπον μαρτυροῦντα ἔλλειψιν ὁμονοίας, μετὰ διχονοίας : Ζοῦν ἀμόν͜οιαστα οἱ δεῖνα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/