ἀμόνωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμόνωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμόνωτος ἐπίθ. Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. * μονωτὸς < μονώνω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἀπομονωθείς, ὁ μὴ ἁπλοποιηθείς, ἐπὶ πράγματος διπλοῦ τὴν σύστασιν : Ἀμόνωτον ἔν᾿τὸ πουμπάκ᾿(ἡ βαμβακίνη κλωστή).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA