ἄμορα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄμορα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἄμορα ἐπίρρ. Πελοπν. (Γελίν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄμορος (II).

Σημασιολογία

Ἐκ κακῇ καταστάσει, κακῶς : Καλά θὰ περνάσουν, ἄμορα θὰ περνάσουν, δὲν ξέρω !Συνών. ἄσκημα, κακἀ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/