ἄμορος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄμορος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄμορος ἐπίθ. (I) Βιθυν. Κύθηρ. Πελοπν. (Γορτυν. Λακων. Ὀλυμπ. Σαραντάπ. κ.ἀ.) ἄμουρος Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Κύμ. Ὀξύλιθ.) Ἤπ. Θεσσ. κ.ἀ. ἄμουρους Εὔβ. (Στρόπον) Ἴμβρ. Σάμ. Σκίαθ. Σκόπ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἄμφ. Καλοσκοπ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἀγνώστου ἐτύμου. Ὁ ΣΨάλτης ἐν Ἀθηνᾷ 28 (1916) Λεξικογρ. Ἀρχ. 55 κἑξ. παράγει ἀπὸ τοῦ ἐπιθ. ἄμοιρος.

Σημασιολογία

1) Ἀφανής, ἄφαντος ἔνθ᾿ἀν. : Ἔγινεν ἄμορος Κύθηρ. Γἴν᾿κι ἄμουρους οὑ γέρουντας ἀπουκεῖ Αἰτωλ. Ἄμορα γίν᾿καν τὰ παιδιˬὰ Βιθυν. Ἀκόμ᾿ δὲ μ᾿εἴιδι, ἄμουρους γί᾿κι ἀποὺ bρουστά μ᾿Σκόπ. Ἅμα φάμι, ἄμουρα γένουdι κὶ τὰ δυˬὸ τὰ πιδιˬὰ αὐτόθ. Θὰ πάρου τὰ μάτιˬα μ᾿κὶ θὰ γίνου ἄμουρους (φράσις άνθρώπου εὑρισκομένου ἐν ἀπογνώσει) Σάμ. Ἄμορος νὰ γένῃς ! (ἀρά) Γορτυν. κ.ἀ. Ἄμορος dέ ! Ὀλυμπ. || Φρ. Χάθ᾿κι ἄμουρους (ἔγινε ἄφαντος) Στρόπον. Θὰ dού gάνου ἄμουρου (θὰ τὸν ἀναγκάσω νὰ τραπῇ εἰς φυγὴν) Ἴμβρ. Πβ. ἄρατος. Συνών. ἀμολόγητος Α 4, ἀμορολόγητος, ἄφαντος. 2) Τὸ οὐδ. ὡς οὐς., ὁ μῦς Κύθηρ. Συνών. ἀμελέτητο (ἰδ. ἀμελέτητος 1 ς), κουφὸ (ἰδ. κουφός), μιαρὸ (ἰδ. μιαρός).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/