ἀμούργιˬος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμούργιˬος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμούργιˬος ἐπίθ. Εὔβ. Κεφαλλ. (Λειξούρ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Λακων.) Στερελλ. (Βοστιν. Παρνασσ.) ἀμούργιˬους Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀμόργιˬος Εὔβ. (Στρόπον.)
Ετυμολογία
Ἀγνώστου ἐτύμου. Διὰ τὸν τύπ. ἀμόργιˬος πβ. φαγούρα - φαγόρα, κουλούρα - κ᾿ λόρα κττ. Ἰδ. ΒΦάβην ἐν Τεσσαρακονταετ. ΚΚόντου 247.
Σημασιολογία
1) Ὁ παρασκευασμένος ἐκ δημητριακῶν καρπῶν πρωίμως θερισθέντων ἐπί ἄρτου Πελοπν. (Λακων.) Συνών. ἀμούργινος 1. 2) Ὁ ἅμα τῇ συλλογῇ μεταφερόμενος εἰς τὸ ἐλαιοπιεστήριον, ἐπὶ ἐλαιῶν Κεφαλλ. 3) Ὁ μὴ ὑποστὰς ἐπαρκῆ βρασμόν, επὶ τροφῶν Στερελλ. (Αἰτωλ.) : Τό᾿ φαϊς ἀμούργιˬου τοὺ κρεˬάς. Συνών. ἄβραστος Α 1 β. 4) Ὁ μὴ μασηθείς, ἐπὶ τροφῆς Στερελλ. (Αἰτωλ.) : Δὲν ἔχου δόντιˬα θὰ τοὺ πάου ἀμούργιˬου κάτ᾿. Δὲ χουνέβιτι ψουμὶ ἀμούργιˬου. Συνών. ἀμάσητος Α 1. 5) Ὁ μὴ συμπεπηγώς, ὁ ἀκατάλληλος πρὸς σποράν, ἐπὶ χώματος καὶ γῆς ἐν γένει Εὔβ. Κεφαλλ. Σάμ. : Αὐτὸ τοὺ χοῦμα εἶν᾿ἀμούργιˬου ἀκόμα (εἶναι εἰσέτι κονιορτὸς) Σάμ. Τόπους ἀμούργιˬους αὐτόθ. 6) Ὁ μὴ πειθόμενος, δυσπειθής, δυσήνιος, ἐπὶ ἵππων καὶ ἡμιόνων ἢ βοῶν νεαρῶν κατὰ τὴν πρώτην περίοδον τῆς ἐργασίας Εὔβ. (Στρόπον.) Στερελλ. (Βοστιν. Παρνασσ.) : Νὰν τοὺ πάς τραβῶντα τοὺ μουλάρι, γιˬατὶ εἶνι ἀμόργιˬου, νὰ μή σου φταρουθῇ Στρόπον.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA