ἀμπάλωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμπάλωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμπάλωτος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ.) ἀμπάλουτους βόρ. ἰδιώμ. ἀbάλωγος Πελοπν. (Μάν.) ἀνεμπάλωτος Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *μπαλωτὸς < μπαλώνω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι μπαλωμένος, ὁ στερούμενος ἐπιβλημάτων, ἐπί τε ἐνδύματος καὶ ἀνθρώπου κοιν. : Ἀμπάλωτο παπούτσι-πουκάμισο-ροῦχο-φόρεμα κττ. κοιν. Τὰ παιδία ἀμπάλωτα εἶναι Τραπ. || Παροιμ. Τοῦ ράφτ᾿τὰ πιδιὰ πιρπατοῦν ἀμπάλουτα (ἐπὶ γονέων ἀμελούντων τὰ πρὸς τὰ τέκνα αὑτῶν οὐχί βαρέα καθήκοντα) Μακεδ. 2) Μεταφ. ἀκατάρτιστος, ἀδιόρθωτος Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀμπανιˬάζω ἀμάρτ. ἀbανιˬάζω Πελοπν. (Βούρβουρ. Οἰν.) Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀμπανός. Ἀποκτῶ τὸ χρῶμα τοῦ ἐβένου, μαυρίζω ἐξ ἐπιδράσεως τοῦ καπνοῦ τῆς ἑστίας, ἐπὶ ὑφάσματος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA