ἀμπάρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμπάρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀμπάρι τό, ἀμπάριν Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Πόντ. (Κερασ.) ἀμπάρι κοιν. ἀμπάρι Τσακων. ἀμπάρ᾿Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μακεδ. Πόντ. (Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τῆν. (Κώμ.) ἀbάρ᾿Θεσσ. Λέσβ. (Πάμφιλ.) Μακεδ. (Χαλκιδ.) Προπ. (Κύζ.) ἀρμπάρι Παξ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἀραβοτουρκ. ambar. Ἡ λ. καὶ παρὰ Δουκ. Addenda. (Κατὰ PKretschmer ἐν Byzant. Zeitschr. 7 <1989> 401 ἐκ τοῦ Ἰταλ. barra. Πβ. καὶ SFraenkel ἐν Byzant. Zeitschr. 7 <1898> 654 καὶ CHesseling Mots marit. 34 καὶ 38). Ὁ τύπ. ἀρμπάρι κατὰ τὸ ἀρμάρι ἢ δι᾿ἀνάπτυξιν ρ. Πβ. ΦΚουκουλ. ἐν Ἀθηνᾷ 29 (1917) Λεξικογρ. Ἀρχ. 85.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Ἀποθήκη ξυλίνη ἢ κτιστὴ πρὸς φύλαξιν δημητριακῶν καρπῶν, τροφίμων κττ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων. : Γεμίζω τ᾿ἀμπάρι καρπό. Ἀδ͜ειάζω τ᾿ ἀμπάρι. Κρύβομαι ᾿ςτ᾿ἀμπάρι κοιν. Τά ᾿ χω ᾿ ς τ᾿ἀμπάρι ὅλα μου τὰ γεννήματα Ἤπ. Ἀbάρ᾿γιˬὰ ἰλ͜αιὲς Πάμφιλ. Ἔβαλα τὸ σιτάριν μέσ᾿ς τ᾿ἀμπάριν Κύπρ. || Φρ. Ἡ κοιλιˬὰ αὐτουνοῦ εἶναι ἀμπάρι (ἐπὶ ἀκορέστου καὶ ἀδηφάγου) Στερελλ. (Ἀρτοτ.) κ.ἀ. Τρώει ἕνα ἀμπάρι (συνών. τῇ προηγουμένῃ) ἀγν. τόπ. Ἔκαμε τὴν κοιλιˬά του ἀbάρι (ἔφαγε κατὰ κόρον) Κρήτ. Ἀμπάρ᾿ γί᾿ κιν ἡ καρδιˬά μ᾿(ἡ καρδία μου ἐπληρώθη πολλῆς θλίψεως) Μακεδ. Ἀμπάρι σιτάρι ἔχει, ἀμπάρι κριθάρι ἔχει (ἀμπάρι=ἂν πάρῃ. Λογοπ.) Πελοπν. || Παροιμ. Τ᾿ἀδ͜ειανὸ βαγένι καὶ τ᾿ἄδ͜ειο ἀμπάρι φίλο δὲν πιˬάνει (τῶν πτωχῶν ουδείς φίλος) Πελοπν. (Λάστ. κ.ἀ.) Λόια παχεˬὰ κι ἀμπάρια ἄδ͜εια (ἐπὶ πτωχῶν καυχωμένων ἐπὶ πλούτῳ) Ἤπ. || ᾎσμ. Ἔα, ὅρκο μι, ᾿ ἀμπάρι, |νὰ ντι δοῦ μαργαριτάρι (ἐλθέ τέκνον μου, εἰς τὸ ἀμπάρι διὰ νὰ σοῦ δώσω κτλ. Πρόκειται ἐνταῦθα περὶ ἀμπαριοῦ χαμηλοῦ χρησιμοποιουμένου καὶ ὡς ἀνακλίντρου) Τσακων. Τὸ ψωμὶ᾿ναι᾿ς τὸ ἀμπάρι | καὶ ἂς πάνῃ νὰ τὸ πάρῃ Ἤπ. Πὄχει τὰ γρόσιˬα μέσ᾿ ᾿ς τὸ ἀμπάρ᾿ καὶ τὰ φλουριὰ μέσα ᾿ς τὴν κάδ᾿ Θρᾴκ. (Μάλγαρ.) Πβ. ἄρκλα, κασσόνι. β) Οἴκημα χρησιμοποιούμενον παλαιότερον ὡς ἀποθήκη πρὸς φύλαξιν τοῦ φόρου τῆς δεκάτης Κρήτ. Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.) γ) Ἐν γένει πᾶσα ἀποθήκη Κρήτ. κ.ἀ. 2) Τὸ κύτος τοῦ πλοίου χρησιμοποιούμενον ὠς ἀποθήκη κοιν. Β) Μεταφ. 1) Ὁ στόμαχος, σκωπτικῶς Κύθηρ. Μεγίστ. κ.ἀ. : Τί χαμπάριˬα; — Ἄδ͜εια᾿ναιν τ᾿ἀμπάριˬα! Μεγίστ. 2) ¨Η κοιλία, ἐπὶ γυναικὸς Μεγίστ. : Φρ. Ἐγέμισεν πάλε τ᾿ἀμπάρι (ἔγινε πάλιν ἔγκυος). ἀμπαριˬὰ ἡ, Σῦρ. Χίος Ἐκ τοῦ ρ. ἀμπαριˬάζω ὑποχωρητικῶς. I) Συνήθως ἐν τῷ πληθ., δύο ὀπαὶ ἐπὶ τῆς ὀροφῆς εἰδικῆς ἀποθήκης, δι᾿ὦν εἰσάγονται τὸ ἄχυρον καὶ οἱ δημητριακοὶ καρποὶ Σῦρ. Συνών. τρούλλα. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Πελοπν. (Μαζαίικ.) II) Καύχημα, ἐπίδειξις διὰ τὴν σημ. πβ. ἀμπάριˬασα=ἐφούσκωσα, ὑπερεπλήσθην τροφῆς καὶ ἀρχ. φύσημα=φούσκωμα, ἀλαζονεία) Χίος: Ἀμπαριˬὰ τό ᾿χει (καυχᾶται ἐπὶ τούτῳ).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/