ἀμπάρρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμπάρρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀμπάρρα ἡ, μπάρρα Εὔβ. (Κονίστρ.) Κύθν. Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ. Νάξ. (Βόθρ. Τρίποδ.) Ναύστ. Σίφν. Σῦρ. Τῆν. (Κώμ.) Χίος bάρρα Ἄνδρ. Θήρ. Θρᾷκ. (Αἶν.) Κρήτ. Κύθν. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Κορων.) Σέριφ. Σύμ. ἀμπάρρα σύνηθ. καὶ Τσακων. ἀσbάρρα Πελοπν. (Λακων. Μαν.)

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ούσ. ἀμπάρρα, ὅπερ ἐκ τοῦ Ἰταλ. barra. Πβ. GMeyer, Neugr. Stud. 4,10. Τὸ ἀσbάρρα ἐκ τοῦ Ἰταλ. sbarra. Κατὰ ΣΔραγούμ. ἐν Ἀθηνᾷ 23 (1911) 73 ἐκ τοῦ Γαλλ. barre.

Σημασιολογία

1) Μοχλὸς τετραγωνικὸς ἢ κυλινδρικὀς, ξύλινος ἢ σιδηροῦς, διὰ τοῦ ὁποίου κλείονται ἔσωθεν θύραι καὶ παράθυρ κοιν. καὶ Τσακων. : Βάζω - βγάζω τὴν ἀμπάρρα. Τραυῶ τὴν ἀμπάρρα νὰ κλείσῃ ἡ πόρτα κοιν. || Φρ. Βάζω τὸν δεῖνα ἀbάρρα (προβάλλω ὡς δικαιολογίαν) Θήρ. || ᾎσμ. Ἅγιˬε μου Κωνσταντῖνε μου, μὲ τὴ μεγάλη μπάρρα. Μεγίστ. Συνών. καντινάτσο, καταρράχτης, μαναβέλλα, μάνταλος, περάτης, σίδερο, σύρτης. 2) Πληθ., δύο σανίδες, αἵτινες διὰ γόμφων στερεοῦν τοὺς πόδας τοῦ ὑφαντικοῦ ἱστοῦ Πελοπν. (Συκεˬὰ Κορινθ.) 3) Λεπτὴ σανὶς Κύπρ. 4) Σιδηρᾶ ράβδος προσαμοζομένη καθέτως τῶν σανίδων τῆς βάσεως βαρελλίου ἢ κάδου χάριν ἀσφαλείας Πελοπν. (Καλάβρυτ.) 5) Ράβδος ἐσχάρας κατασκευαζομένη ἐκ σιδήρου εἰς σχῆμα Τ Ναύστ. 6)Σιδηροῦς μοχλὸς μήκους περίπου ἑνὸς καὶ ἡμίσεος μέτρου Ναύστ. Συνών. λοστός, σκαλιστήρι. 7) Θύρα ἐκ δύο ξύλων χιαστὶ τεθειμένων ἢ κιγκλιδωτὴ χρησιμοποιουμένη εἰς κήπους, ἀμπελῶνας καὶ ἀγροὺς περιπεφραγμένους Θρᾷκ. Στερελλ. (Ἀρτοτ. Λεπεν.) — Λεξ. Συνών. μακελλῖνα. 8) Εἴσοδος ἁλωνίου Θρᾷκ. (Αἶν. Κεσάν.) κ.ἀ. 9) Ὁ περικεχαραγμένος χῶρος, τὸ ὁρμητήριον, είς τὸ ὁποῖον μένει ἑκάστη τῶν ὁμάδων ἐν τῇ ὁμωνύμῳ παιδιᾷ Εὔβ. (Κονίστρ.) Πελοπν. (Λάστ.) Συνών. ἀμπαριζώνι. β) Ἡ γραμμὴ ἡ χαρασσομένη πρὸ ἐκατέρας τῶν ὁμάδων ἐν τῇ παιδιᾷ, ἥτις καλεῖται γιˬουρdάκι Πελοπν. (Μαντίν.) 10) Ἑνικ. καὶ πληθ., ἡ παιδιὰ ἀμπάριζα 2, ὃ ᾿ δ., ἐνιαχ. : Παίζομε τὴν ἀμπάρρα Εὔβ. (Κονίστρ.) Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Χρον. Μορ. Η 5395 (ἔκδ. JSchmit) «ὡσὰν παιγνίδιν παίζομεν, τὸ λέγουσιν ἀμπάρρες».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/