ἀμπελάρις

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμπελάρις

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀμπελάρις ὁ, Μακεδ. (Θεσσαλον. κ.ἀ.)— Λεξ. Δεὲκ Λάουνδ. Βλαστ. 291 ἀμπιλάρ᾿ς Μακεδ. (Καταφύγ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀμπέλι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –άρις. Ἡ λ. καὶ παρὰ Πορτ.

Σημασιολογία

Ὁ καλλιεργῶνἀμπελῶνα. Συνών. ἀμπελᾶς 2, ἀμπελιˬάτης, ἀμπελικὸς I, ἀμπελουργὸς 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/