ἀμπελήσιˬος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμπελήσιˬος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀμπελήσιˬος ἐπίθ. πολλαχ. ἀbελήσιˬος Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. κ.ἀ.)Κεφαλλ. (Λειξούρ.)Πελοπν. (Οἰν.)ἀμπιλήσιˬους Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀμπέλι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ήσιˬος.

Σημασιολογία

1)Ὁ ἀνήκων εὶς ἄμπελον ἢ προερχόμενος ἀπὸ ἀμπέλου, ἀμπέλινος ἔνθ᾿ἀν.: Ἀμπελήσιˬο σταφύλι Πελοπν. (Τρίκκ.)Κλῆμα ἀbελήσιˬο Θρᾴκ. Ἀμπιλήσιˬου κρασὶ Στερελλ. (Αἰτώλ.)Ἀμπιλήσιˬους κασμᾶς αὐτόθ. Ἀμπελήσιˬα φασούλιˬα Κωνπλ. Βίτσα ἀμπελήσιˬα ἀγν. τόπ. β)Τὸ οὐδ. ἀμπελήσιˬο οὐσ., εἶδος σύκου λευκοῦ Ἠπ. (Ἄρτ.)2)Ὁ ὑπὸ τὰ φύκη κρυπτόμενος, ἐπί τινων ἰχθύων Κεφαλλ. (Λειξούρ.)Πβ. Λαογρ. 6 (1917)640.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/