ἀμπελοκλαδόρριζα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμπελοκλαδόρριζα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀμπελοκλαδόρριζα ἡ, Λεξ. Αἰν. Μ. Ἐγκυκλ. — ΠΓεννάδ. 141 ἀμπενοκλαδόρριζα Ζάκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀμπελοκλάδι καὶ ρίζα. Ἡ λ. καὶ ἐν κειμένῳ τοῦ 1785.

Σημασιολογία

1)Ἡ ρίζα τοῦ φυτοῦ ἀμπελοκλάδι 3, ὃ ἰδ., Ζάκ. — Λεξ. Αἰν. 2)Τὸ φυτὸν ἀριστολοχία ἡ μακρόρριζος (aristolochia longa)Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. — ΠΓεννάδ. 141 Πβ. ἀμπελοκλάδι 3, πικρόρριζα, πικρορρίζι, πλεμονόχαρτο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/