ἀμπελοκλαδόχορτο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμπελοκλαδόχορτο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀμπελοκλαδόχορτο τό, Πελοπν. (Αἴγ. Καλάμ.) — Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Ἐλευθερουδ. — ΠΓεννάδ. 306 ἀbενοκλαδόχορτο Μέγαρ. ‘bινοκλαδόχορτο Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. άμπελοκλάδι καὶ χόρτο.

Σημασιολογία

Τὸ φυτὸν ἐπίθυμον τὸ μονόγυνον (cuscuta monogyna)χρησιμοποιούμενον ὡς φάρμακον κατὰ τῆς νόσου ἀμπελοκλάδι. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀμπελοκλάδι 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/