ἀμπελότοπος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμπελότοπος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀμπελότοπος ὁ, Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)Ἰκαρ. Παξ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Καλάβρυτ)Συμ. — Λεξ. Κομ. Δεὲκ Γαζ. (λ. φυταλιὰ)Περίδ. Βυζ. Ἠπίτ. Μ. Ἐγκυκλ. Βλαστ. ἀbελότοπος Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)Κεφαλλ. Πελοπν. (Οἰν.)ἀμπιλότουπους Ἤπ. Μακεδ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.)Στερελλ. (Αἰτωλ.)ἀbιλότουπος Θρᾴκ. (Αἶν.)κ.ἀ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. ἀμπελότοπος.
Σημασιολογία
1)Τόπος περιέχων ἀμπέλους Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Σαρεκκλ.)Κεφαλλ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.)— Λεξ. Κομ. Δεὲκ Γαζ. (λ. φυταλιὰ)Περίδ. Βλαστ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. β)Τόπος ἔνθα ὑπῆρχέ ποτε ἄμπελος Θρᾴκ. (Αἶν.)Παξ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.)Σύμ. 2)Μέρος κατάλληλον πρὸς φύτευσιν καὶ εὐδοκίμησιν ἀμπέλου Θρᾴκ. Ἰκαρ. Παξ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Οἰν.)Στερελλ. (Αἰτωλ.)— Λεξ. Ἠπίτ. Μ. Ἐγκυκλ.: Ἐκεῖ ἀπάνου ‘ς τὴν πλεύρα εἶναι καλὸς ἀbελότοπος Οἰν. Πῆρι τρία στρέμματα ἀμπιλότουπου προῖκα Αἰτωλ. Πβ. ἀμπελε͜ιά, ἀμπελε̮ῶνας, ἀμπελολάσι, ἀμπελοτόπι, ἀμπελοχώραφο, ἀμπελοχώριν, ἀμπελῶνας, ἀμπελώνι (I) .
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA