ἀμπέξιμο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμπέξιμο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀμπέξιμο τό, ΄bέτσιμο Τσακων.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. *ἀμπέχω, παρ’ ὅ καὶ ‘bέχου.

Σημασιολογία

1)Τὸ νὰ καλύπτεταί τις. 2)Τὸ δι’ οὖ καλυπτόμεθα, κάλυμμα: Φρ. Δὲν νι̮ ἐτυχῆτσε καλὲ ‘bέτσιμο (δὲν τῆς ἔτυχε καλὸς σύζυγος) .

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/