ἀμπέρδευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμπέρδευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀμπέρδευτος ἐπίθ. πολλαχ. ἀbέρδευτος πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπίθ. *μπερδευτὸς < μπερδεύω.

Σημασιολογία

1)Ὁ μὴ περιπλακείς, ἐπί νήματος ἔνθ’ ἀν. : Νῆμα ἀμπέρδευτο. 2) Μεταφ. ὁ μὴ ἐμπλακεὶς εἴς τινα ὑπόθεσιν ἔνθ’ ἀν.: Δὲν ἄφησε κἀνένα ἀμπέρδευτο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/