ἀμπέρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμπέρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀμπέρι τό, Ἰων. (Ἐρυθρ.)Σμύρν. Τῆν κ.ἀ — Λεξ. Κομ. ἀbέρι Κρήτ. ἀbέρ’ Θρᾴκ. (Αἶν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἀραβοτουρκ. amber.
Σημασιολογία
1)Τὸ ἄνθος τῆς ἀμπερε̮ᾶς, ὃ ἰδ., Ἰων. (Ἐρυθρ.)Κρήτ. Τῆν. κ.ἀ. — Λεξ. Κοσμ.: ᾎσμ. Τὴν καλησπέρα σοῦ ‘φερα, γλυκύτατο ἀμπέρι, κ’ ἐγὼ τὸ Θε̮ὸ περικαλῶ γιὰ νὰ σὲ κάμω ταίρι Ἐρυθρ. Συνών. γαζία, μοσκολουλούδι. 2)Τὸ δένδρον ἀμπερε̮ά, ὃ ἰδ., Θρᾴκ., (Αἶν.) [**]
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA