ἀμπέχω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμπέχω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀμπέχω, ‘bέχου Τσακων.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀμπέχω.
Σημασιολογία
Καλύπτω, σκεπάζω: Ὅα τὰ νι̮οῦτα ἔμα ‘bέχου τὰ καμπζία (ὅλην τὴν νύκτα ἐσκέπαζα τὰ παιδία) . Ὄσι bεχούμενε; (δὲν σκεπάζεσαι;)συνών. σκεπάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA