ἀμπλὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμπλὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀμπλὰ ἡ, ἀbλὰ Καππ. Κρήτ. Σάμ. ἄμπλα Ἀθῆν. (παλαιότ.)ἄbλα Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.)ἄbουλα Πόντ. ἀbούλα Πόντ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. αblα.

Σημασιολογία

1)Ἡ μεγαλυτέρα ἀδελφὴ Καππ. Κρήτ. β)Ἡ ἀδελφὴ Κρήτ.: Ἔχω δυ̮ὸ ἄbλάδες κ' ἕναν ἀδερφό. 2)Θεία πρὸς πατρὸς ἢ πρὸς μητρὸς Ἀθῆν. (παλαιότ.)Σάμ.: ᾎσμ. — Πέρδικά μου πλουμιστή, | ποῦ ἢσουν ἀπὸ τὴν αὐγή; — Μάννα μου, 'ς τὴν ἄμπλα μου | καὶ στὴν ἀμωρᾶτα μου Ἀθῆν. (παλιοτ.)Συνών. τσατσά. 3)Γυνὴ ἡλικιωμένη οὕτω καλουμένη χάριν σεβασμοῦ ὑπὸ τῶν νεωτέρων Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.)Πόντ. Συνών. ἄμι̮α 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/