ἄμπλαχτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄμπλαχτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επθετο
Τυπολογία
ἄμπλαχτος ἐπίθ. Ἤπ. ἄμπλαχους Ἤπ. (Ἰωάνν. Χουλιαρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *μπλαχτὸς < μπλάζω.
Σημασιολογία
Ὁ ἀποφεύγων τὴν μετ' ἄλλων ἐπικοινωνίαν, ὁ μὴ κοινωνικός. Συνών. ἀγειτόνευτος, ἀγειτονίαστος, ἀκοινώνητος 1, ἄσμειχτος, ἀσυνάστρεφος, μονόχνοτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA