ἀμπόλι̮αστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμπόλι̮αστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμπόλι̮αστος ἐπίθ. (Ι)σύνηθ. ἀbόλι̮αστος πολλαχ. ἀμπόλι̮αστους βόρ. ἰδιώμ. ἀbόλι̮αστους πολλαχ. ἀbολι̮ασ̑τους Μακεδ. (Χαλκιδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοὺ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. μπολι̮αστὸς < μπολι̮άζω (Ι)< μπόλι.
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ ἐνοφθαλμισθείς, ὁ μὴ ἐμβολιασθείς, ἐπὶ δένδρου ἔνθ'ἀν.: Αὐτὸ τὸ δέντρο ἔμεινε ἀμπόλι̮αστο καὶ δὲν κάνει καλὸ καρπό. Ἐλα͜ιὰ ἀμπόλι̮αστη σύνηθ. Συνών. ἀλέντριστος, ἀκέντρωτος 2, ἀκλάδευτος 2, ἀφέλι̮αστος. β)Ὁ μὴ ἐμβολιασθεὶς διὰ δαμαλίδος, ἐπὶ ἀνθρώπου πολλαχ.: Ἀφῆκε τὸ παιδὶ ἀbόλι̮αστο καὶ τὸ βρῆκε ἡ βλογι̮ά. Συνών. ἀβατσινάριστος, ἀβατσίνι̮αστος, ἀβατσίνωτος. 2)Ὁ μὴ προσβληθεὶς ὑπὸ νόσου, κυρίως ἐπιδημικῆς Ἀθῆν. Κἀνεὶς δὲν ἔμεινε ἀμπόλι̮αστος ἀπὸ τὸ δάγγιο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA