ἀμπόλι̮αστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμπόλι̮αστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμπόλι̮αστος ἐπίθ. (ΙΙ)Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *μπολι̮αστὸς < μπολι̮άζω (ΙΙ)< μπόλι̮α.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ φορῶν κάλυμμα τῆς κεφαλῆς, ἀσκεπής: Γυρίζει ἀμπόλι̮αστος. Συνών. ξέσκουφος, ξεσκούφωτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA