ἀμπουγάδι̮αστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμπουγάδι̮αστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμπουγάδι̮αστος ἐπίθ. ἐνιαχ. ἀbουγάδι̮αστος πολλαχ. ἀbουγάδι̮αστους Ἴμβρ. ἀbουάδι̮αστος Σύμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. μπουγαδι̮αστὸς < μπουγαδι̮άζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν περιέχυσαν διὰ τῆς ἀλισσίβας, ἢτοι ὕδατος θερμοῦ ἀναμεμειγμένου μετὰ τέφρας, ἐπί τῶν πλυνομένων ἀσπρορρούχων ἔνθ' ἀν.: Τὰ ροῦχα τά 'χω ἀκόμα ἀbουγάδι̮αστα. Τὰ ροῦχα δὲν καθαρίζουν ἀbουγαδι̮αστα πολλαχ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA