ἀμπουλλίτσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμπουλλίτσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀμπουλλίτσα ἡ, ἀμάρτ. ἀbουλλίτσα Πελοπν. (Καλάβρυτ.)

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἄμπουλλα.

Σημασιολογία

1)Εἶδος ἀπίου ὁμοίου κατὰ τὸ σχῆμα πρὸς φιαλίδιον (διὰ τὴν σημ. πβ. τὸ παρὰ Προδρόμ. 4,129d <ἔκδ. Hesseling - Pernot>«δαμάσκηνα λαγυνᾶτα» καὶ τὸ νῦν λαγυνάπιδο) . 2)Τὸ δένδρον τὸ παράγον τὸν ἀνωτέρω καρπόν. Ἡ λ. καὶ ὠς τοπων. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Δημητσάν. Καρδαμ. Ρεκούν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/