ἀμπούρι̮ασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμπούρι̮ασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀμπούρι̮ασμα τό, Μακεδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀμπουριάζω.
Σημασιολογία
Ἀνάδοσις ἀτμοῦ, άναθυμίασις: Τί ἀμπούρι̮ασμα, εἶναι αὐτό! Συνών. ἄχνισμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA