ἄμπρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄμπρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἄμπρα ἡ, (ΙΙ)Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Ἀγνώστου ἐτύμου. Κατὰ ΙΒαλαβάν. ἐν Ἀρχ. Κορ. 1, μέρ. 3, 70 ἐκ τοῦ μεσν. ἄμπρον. Πβ. Σουίδ. «ἀμπρεύοντες... καὶ ἄμπρον, σχοινίον, ὁπερ διὰ τῶν ζυγῶν διατείνουσι καὶ φορτία ἐφ' ἁμάξης κομίζουσιν, ὥστε ὁμοτόνως ἀπὸ τῶν ζυγῶν ἕλκεσθαι».
Σημασιολογία
Βάρος τι τιθέμενον εἰς τὴν πλάστιγγα ζυγοῦ πρὸς ἰσορροπίας: Φρ. Ἄμπραν' κ' ἔσ̑ει (δὲν ἔχει ἀνάγκην ἄμπρας διὰ νὰ ἰσσορροπήσῃ. Ἐπὶ ζυγοῦ ἀκριβοῦς.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA