ἀμπράκαμος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμπράκαμος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀμπράκαμος ὁ, Κάσ. ἀbράκαμος Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. αmbrαcαne.

Σημασιολογία

Συνήθως ἐν τῷ πληθ., κόμβοι ἐξ. ἠλέκρου, κατ' ἐπέκτ. δὲ καὶ ἐκ χρυσοῦ διάτρητοι, οἵτινες χρησιμοποιοῦνται ὑπὸ τῶν γυναικῶν ὡς περιδέραιον ἔνθ' ἀν.: Ἔδωκενε τσὴ θυγατέρας τση ἕνα λαιμὸ ἀbρακάμους Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/