ἀμπώθω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμπώθω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀμπώθω,ἀπ-πώθω Κάρπ. Ρόδ. 'πώθω Ἀμοργ. 'π-πώθω Κῶς Μεγίστ. Ρόδ. Σύμ. Τῆλ. ἀμπώθω πολλαχ. ἀbώθω Κρήτ. Πάρ. (Λεῦκ.)Πελοπν. (Λακων.)Σῦρ. (Ἐρμούπ.)'μπώθω Ἀμοργ. Νίσυρ. Σίφν. Χίος bώθω Ἀστυπ. Κρήτ. Σῦρ. (Ἐρμούπ.)ἀμπώνω Ἤπ. Κέρκ. Παξ. Στερελλ. (Μεσολόγγ.)— Λεξ. Λάουνδ. ἀμπώνου Ἤπ. ἀbώνω Κεφαλλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.)ἀμπών-νω Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.)ἀμ-πών-νω Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.)ἐμπών-νω Καλαβρ. (Μπόβ.)ἐμ-πών-νω Ἀπουλ. ἀπώνου Σάμ. ἀπ-πών-νω Κύπρ. 'π-πών-νω Ἀστυπ. Ρόδ. Χάλκ. 'π-πών-νω Ρόδ. ἀμπώχνω Ζάκ. Ἤπ. Λευκ. Στερελλ. (Μεσολόγγ.)— Λεξ. Δεὲκ Λάουνδ. ἀbώχνω Κεφαλλ. Κρήτ. ἀμπώχνου Ἤπ (Ζαγόρ.)Μακεδ. (Βελβ. Κοζ. Σέρρ. Σιάτ.)Στερελλ. (Αἰτωλ. Λοκρ.)ἀbώχνου Θεσσ. 'bώχνου Θεσσ. σμπώχνου Στερελλ. ἀπ-πώφτω Μεγίστ. ἀπ-πώφτου Λυκ. (Λιβύσσ.)'π-πώφτω Μεγίστ. ἀμπώχνω Ἤπ. (Πρέβ.)ἀμπωσάω Ζάκ. 'μπουχνάου Μακεδ. (Πάγγ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἀμπώθω, ὅ ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀπωθῶ κατ' ἀνάπτυξιν τοῦ ἐρρίνου μ. Ἰδ. Κορ. Ἄτ. 1,288, 2,41 καὶ ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1, 278, 286, 291 καὶ 2, 32 καὶ ἐν Ἀθηνᾷ 24 (1912)4. Διὰ τὸν ἀναβιβασμὸν τοῦ τόνου πβ. καὶ ποίω ἐκ τοῦ ποιῶ. Ὁ τύπ. ἀμπώνω παρὰ Δεφαν. Ἱστορ. Σωσάνν. 102 Τὸ ἀμπώχνω κατὰ τὰ εἰς -χνω ρήματα διὰ τὸν κοινὸν ἀόρ. εἰς -ξα, ὡς δηλ. ἔρριξα -ρίχνω, ἔφτε͜ιαξα - φτε͜ιάχνω κττ. οὕτω καὶ ἄμπωξα - ἀμπώχνω. Οἱ τύπ. ἀπ-πών-νω καὶ ἀμπώνω διὰ τὸν ἀόρ. ἄπωσα ὁμοίως λήγοντα καὶ εἰς τὰ εἰς -νω ρήματα, καθ'ἅ ἀναλογικῶς μετερρυθμίσθη ὁ ἐνεστώς. Τὸ ἀμπωσάω ἐκ τοῦ *ἀμπωθάω κατ'ἐπίδρασιν τοῦ ἀορ. ἄμπωσα. Ὁ τύπ. σμπώχνου κατὰ προσθήκην σ, περὶ ἧς ἰδ. ΧΠαντελίδ. ἐν Byzant. - Neugr. Jahrb. 6 (1927/8)401 κἐξ.
Σημασιολογία
Α)Κυριολ. 1)Ὠθῶ, ἀπωθῶ ἔνθ' ἀν.: Ἄbωσε λίγο τὴ βάρκα Κεφαλλ. Θὰ σ' ἀμπώξω νὰ πέσῃς Ἤπ. Βλέπε νὰ μῆ μ' ἀbώξῃς νὰ πᾶω ἀπὸ κάτω Κρήτ. Ἁρπᾷ τὸν γέρω καὶ τὸν ἀπ-πώθει Κάρπ. Τί μ' ἀμπώχτεις; Πρέβ. Ἐσφάλιξα καλὰ νὰ μὴν ἀbώσ' ἀέρας ν' ἀνοίξῃ πάλι Ἀπύρανθ. || Παροιμ. φρ. Ἄμπωσέ με νὰ σ' ἀμπώσω (δι' ἀμοιβαίας βοηθείας συντελοῦνται τὰ δυσχερέστατα)Ἰόνιοι Νῆσ. Συνών. ἀπαπώθω, ξαπώθω, σκουντῶ, σπρώχνω. β)Κινῶ τι πρὸς τὰ πρόσω, προωθῶ Ἤπ. Κέρκ. Τὴλ.: Ἕνα φαρμάκι ἀμπώνει τὸν ἄνθρωπο 'ς τὴν ἀτιμία Κέρκ. || Παροιμ. φρ. Ἀμπώχν' ἡ μοῖρα (ἡ τύχη προωθεῖ πρὸς καταστροφὴν)Ἤπ. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Α 292 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.)«κι ὀπίσω ἄ θέλω νὰ συρθῶ, ἡ πεθυμνιὰ μ' ἀμπώθει». γ)Ὠθῶν φέρω τι πρός τινα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) : Γι̮ὰ νὰ τελειώσω μι̮ὰ ὥρα ἀρχύτερα θέλω κἀνένας ν'ἀbώθῃ τσοὶ πέτρες. 2)Προσπαθῶ, ἀγωνίζομαι Χίος: 'Μπώθεις καὶ τίποτε δὲν κάνεις. Β)Μεταφ. 1)Παρορμῶ εἴς τι, προτρέπω, ἐνθαρρύνω τινὰ πρός τι Ἤπ. Κέρκ. Κύπρ. : Μὲν ἀπ-πών-νῃς τὸν ύλ-λον νὰ μὲ δακ-κάσῃ Κύπρ. || Φρ. Τὸν ἀμπώχνει ὁ δι̮άολος Ἤπ. 2)Κάμνω τινὰ νὰ ἐπαρθῇ θωπεύων, ὑποθάλπων αὐτὸν Κύπρ.: Μὲν ἀπ-πών-νῃς πολ-λὰ τὸν γι̮όν σου ταὶ χάν-νεις τον. Ἄπ-πωσέν τον ὁ τύρις του. β)Μέσ. ἐπαίρομαι, ὑπεραίρομαι, κομπάζω Κύπρ.: Θαρκέσαι πῶς ἀπ-πώθηκα, γι̮ατὶ ἐκάμαν με ἐπίτροπον τῆς ἐκκληι̮ᾶς; Ὁ γι̮ὸς τοῦ δεῖνα ἔν' πολ-λὰ ἀπ-πωμένος, 'ὲν μᾶς σ̑αιρετᾷ πκε̮όν. 3)Καταφρονῶ Κορ. Συνέκδ. 93.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA