ἄμπωσμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄμπωσμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἄμπωσμα τό, Λεξ. Δεὲκ Δάουνδ. ἄbωσμα Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.)Πάρ. (Λεῦκ.)ἄμπωγμα Ἤπ. — Λεξ. Γαζ. (λ. ἔκκρουσις)Δεὲκ Λάουνδ. ἄbωγμα Κρήτ. ἄμπουγμα Ἤπ. (Ζαγόρ. Ἴωάνν.)Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.)Μακεδ. ἄμπωμα Καλαβρ. (Μπόβ.)ἄπωμα Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.)ἄππωμα Κάρπ. Σύμ. ἄπ-πωμαν Κύπρ. — ΔΛιπέρτ. Τζιυπρ. τραούδ. 83 ἄπ-πουμαν Λυκ. (Λιβύσσ.)'π-πῶμα Σύμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀμπώθω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.
Σημασιολογία
Α)Κυριολ. 1)Ὤθησις, ἀπώθησις Ἤπ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.)Καλαβρ. (Μπόβ.)Κρήτ. Λυκ. (Λιβύσσ.)Μακεδ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. κ. ἀ.)Σύμ. κ. ἀ. : Ἡ πόρτα πρησμένη 'ναι καὶ θέλει ἄbωσμα γι̮ὰ ν' ἀνοίξῃ Ἀπύρανθ. Συνών. ἀμπωσε̮ὰ 1, ἄμπωσι, *ἀμπώσιμο, ἀμπωσματε̮ά, ἀμπωσμός, σπρωξε̮ά, σπρώξιμο, σκούντημα. Πβ. ἀμπωσίδι. 2)Καθέλκυσις πλοίου Κάρπ. 3)Πρᾶγμα ἄξιον νὰ ἀπορριφθῇ, ἀπόρριμα Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) : Φρ. Οὔ, νὰ μοῦ χαθῆς, ἄπωμα! (πρὸς δυσειδῆ) . Β)Μεταφ. 1)Παρόρμησις, προτροπή, ἐνθάρρυνσις πρός τι Κύπρ. : Ὁ πελ-λὸς ἄπ-πωμαν θέλει. 2)Ἡ δι' ὐποθάλψεως καὶ θωπειῶν πρόκλησις ἐπάρσεως, φυσιώσεώς τινος Κύπρ. — ΔΛιπέρτ. ἔνθ' ἀν.: Τοῦ κάμαν ἕναν ἄπ-πωμαν ποῦ ἐν-νὰ πελ-λάνῃ 'ποὺ τὴν χαράν του (πελ-λάνῃ =τρελλαθῇ)|| Ποίημ. 'Που τ' ἄπ-πωμαν ἐκάμαν σε καβάτιν οἱ γονε̮οί σου ταὶ σοὺ πκε̮ὸν χαμαὶ 'ὲν πατᾷς, | εἶντα ποῦ μοῦ φτεροπετᾷς; (καβάτιν == λεύκη)ΔΛιπέρτ. ἔνθ' ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA