ἀμυγδαλε̮ὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμυγδαλε̮ὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀμυγδαλε̮ὰ ἡ, ἀμυγδαλέα Κάρπ. Κύθηρ. ἀμυγdαλέα Κάρπ. (Ἔλυμπ.)ἀμυd-dαλέα Ἀπουλ. ἀμυγδαλέ Ἰκαρ. Δ. Κρήτ. ἀμυγλαδέα Κύθηρ. ἀμυd-dαλία Καλαβρ. (Μπόβ.)ἀμυγδαλε̮ὰ κοιν. ἀμυγλαδε̮ὰ Θήρ. Μῆλ. Σέριφ. Φολέγ. Χίος ἀμυργι̮αλε̮ὰ Τῆν. 'μυγδαλέα Εὔβ. (Κύμ.)Μέγαρ. 'μυδαλέα Εὔβ (Αὐλωνάρ.)'μυδαλε̮ὰ Εὔβ. (Κονίστρ. κ. ἀ.)'μυγδαλε̮ὰ σύνηθ. 'μυδγαλε̮ὰ Λέσβ. 'μυ͜ιδαλε̮ὰ Θεσσ. 'νυγδαία Τσακων.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀμυγδαλέα. Ἡ λ. καὶ παρὰ Πορτ. Τὸ ἀμυγλαδε̮ὰ καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Τὸ δένδρον ἀμυγδαλῆ ἡ κοινὴ (amygdalus communis)τῆς τάξεως τῶν ροδωδῶν (rosaceae)ἔνθ' ἀν.: Τὸ Φλεβάρι ἀνθίζουν οἱ ἀμυγδαλε̮ὲς κοιν. Εἶναι ὄμορφη σὰν ἀνθισμένη ἀμυγδαλε̮ὰ σύνηθ. || Φρ. Ἡ ἀμυγδαλε̮ὰ δὲ θέλει ρινὸ (ἐπὶ τοῦ αὐτάρκους. ρινὸ = ἐρινεασμὸν)Σίφν. || Παροιμ. Ὅπο͜ιος ἔχει 'μυγδαλε̮ὲς ἔχει καὶ τζιτζίκους (τὰ ἀγαθὰ προϋποθέτουν ἐνοχλήσεις καῖ κόπους)Ζάκ. Κεφαλλ. Ἡ λωλὴ ἀμυγδαλε̮ὰ | πρὶν τὸν Μάρτιν ἢσκασε, ἢσκασε κι̮ ἀπόσκασε | καὶ καρπὸν δὲν ἔκαμε (ἢσκασε = ἢνθησε. Ὅτι τὰ ἐπιχειρούμενα πρὸ τοῦ καταλλήλου χρὸνου συνήθως ἀποτυγχάνουν, ὡς καταστρέφεται ἐνίοτε ὁ καρπὸς τῆς κατ' Ἰανουάριον ἢ Φεβρουάριον ἀνθούσης ἀμυγδαλῆς ἐπερχομένου δριμέος ψύχους. Πβ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 2,170)Χίος || ᾎσμ. Σὰν 'νυγδαία δροσερὴ ν' ἀνθήσερε λουλούδι̮α (ν' ἀνθήσερε = ν' ἀνθήσῃς)Τσακων. Ἡ λ. καὶ ὡς κύρ. ὄν. καὶ ὡς τοπων. πολλαχ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/