ἀμυγδαλῆ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμυγδαλῆ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀμυγδαλῆ ἡ, λόγ. σύνηθ. 'μυγδαλῆ πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀμυγδάλη == ἀμύγδαλον. ¨Η τοῦ τόνου μετακίνησις κατὰ τὸ λόγιον ἀμυγδαλῆ == ἀμυγδαλε̮ά.
Σημασιολογία
Συνήθως ἐν τῷ πληθ., ἀδένες εἰς τὴν βάσιν τοῦ οὐρανίσκου σχήματος ἀμυγδάλου, ἀντιάδες λόγ. σύνηθ.: Ἀριστερὰ - δεξιὰ ἀμυγδαλῆ. Ἀμυγδαλὲς πρησμένες. || Φρ. Ἔχω ἀμυγδαλὲς (πάσχω ἀπὸ ἀμυγδαλίτιδα)Ἀθῆν. Συνών. ἀμυγδαλίτης 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA