ἀμυγδαλίτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμυγδαλίτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀμυγδαλίτης ὁ, πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀμυγδαλῆ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίτης. Πβ. καὶ μεταγν. ἀμυγδαλίτης καὶ λόγ. κοιν. ἀμυγδαλῖτις.
Σημασιολογία
1)Συνήθως ἐν τῷ πληθ., αἱ ἀμυγδαλαῖ ἔνθ' ἀν.: Μὲ πονοῦν οἱ ἀμυγδαλῖτες μου πολλαχ. Τὸν ἔπι̮ασαν οἱ ἀμυγδαλῖτες του Σῦρ. (Ἑρμούπ.)Συνών. ἀμυγδαλῆ. 2)Ἡ φλεγμονὴ τῶν ἀμυγδαλῶν Ἄνδρ. Κῶς Πελοπν. (Ἀρκαδ.)Ἰων. (Σμύρν.) : Τὸ παιδὶ ἔχει ἀμυγδαλῖτες Σμύρν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA