ἀμυγδαλόγαλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμυγδαλόγαλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀμυγδαλόγαλα τό, Λεξ. Δεὲκ. Λάουνδ. Ἠπίτ. Μ. Ἐγκυκλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀμύγδαλο καὶ γάλα.
Σημασιολογία
Τὸ ἐξ ἀμυγδάλων ἐκχύλισμα. Συνών. ἰδ. ἐν. λ. ἀμύγδαλο 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA