ἀμυγδαλόλᾳδο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμυγδαλόλᾳδο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀμυγδαλόλᾳδο τό, κοιν.ἀμυγδαλόλᾳδου βόρ. ἰδιώμ. ’μυγδαλόλᾳδο σύνηθ.’μυγδαλόλᾳδου βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀμύγδαλο καὶ λᾴδι. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.
Σημασιολογία
Τὸ ἐκ πικρῶν ἀμυγδάλων ἐξαγόμενον ἔλαιον, ἀμυγδαλέλαιον (oleum amygdalarum)χρήσιμον εἰς τὴν φαρμακευτικὴν καὶ τὴν σαπωνοποιίαν [**]
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA