ἀμυγδαλοπλεμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμυγδαλοπλεμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀμυγδαλοπλεμένος ἐπίθ. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. )

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀμυγδαλεὰ καὶ τοῦ πλεμένος μετοχ. τοῦ ρ. πλέκω.

Σημασιολογία

Ὁ ἐστολισμένος δι’ ἀνθέων ἀμυγδαλῆς: ᾎσμ. Ἄστα, ψηλή, ἄστα, λυγνή, κι̮ ἄστα καμαρωμένη, μωρὴ στρογγυλοπρόσωπη κι̮ ἄμυγδαλοπλεμένη.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/