ἀμυγδαλωτὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμυγδαλωτὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμυγδαλωτὸς ἐπίθ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀμύγδαλο καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ωτός.
Σημασιολογία
Α)Ἐπιθετικ. 1)Ὁ ἔχων σχῆμα ἀμυγδάλου, ἀμυγδαλοειδής, συνήθως ἐπὶ ὀφθαλμῶν σύνηθ. : Μάτι̮α ἀμυγδαλωτὰ σύνηθ. || ᾎσμ. Τὰ χείλη τ’ ἀμυγδαλωτὰ νά ’ναι σὰν τὸ μερτζάνι Πελοπν. Συνών. ἀθασωτός, ἀμυγδαλᾶτος Α1, ἀμυγδαλένι̮ος 1. 2)Ὁ περιέχων καρπὸν ἀμυγδάλου σύνηθ.:Κουφέττα ἀμυγδαλωτά. 3)Ὁ περιέχων ἐν ἑαυτῷ ἐγκεκολλημένας ξένας οὐσίας σχήματος ἀμυγδάλου, ἐπί μαρμάρου Λεξ. Ἠπίτ.: Μάρμαρο άμυγδαλωτὸ (μάρμαρον, τοῦ ὁποίου αἱ πομφολυγογενεῖς κοιλότητες ἐπληρώθησαν βραδύτερον ὑπ’ ἄλλων ὀρυκτῶν, χαλαζίου, ἀσβεστίου κττ. ἐν σχήματι ἀμυγδάλου) .Πβ. ἀμυγδαλόπετρα. Β)Τὸ οὐδ. ἀμυγδαλωτὸ οὐσ.1)Πλακούντιον κατασκευαζόμενον ἐξ ἀμυγδάλων κοπανισμένων καὶ ζυμωθέντων μετ’ ἀλεύρου, ζαχάρεως καὶ ἀνθονέρου Ἀθῆν. Ἄνδρ. Θήρ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)Κρήτ. Σῦρ. (Ἑρμούπ.)κ.ἀ. : Ἐψήσαμε δυ̮ὸ λαμαρῖνες ἀμυγδαλωτὰ Ἑρμούπ. Ἔπέτυχαν πολὺ τὰ ἀμυγδαλωτά μου Σαρεκκλ. Συνών. ἀμυγδαλᾶτο (ἰδ. ἀμυγδαλᾶτος Β1) ,ἀμυγδαλένι̮ο (ἰδ. ἀμυγδαλένι̮ος 2) . 2)Νόμισμά τι (πιθανῶς ἐκ τοῦ ἀμυγδαλοειδοῦς σχήματος)Ἄθ.Συνών. ἀμύγδαλο 4.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA