ἀμυλοβρέχω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμυλοβρέχω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀμυλοβρέχω, ‘μυλ-λοβρέχω Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. *ἀμυλὰ καὶ τοῦ ρ. βρέχω.

Σημασιολογία

1)Ἀπροσ. πίπτει λεπτὴ καὶ ἀραιὰ βροχὴ. Συνών. *αμυλοψιχαδίζω, ψιχαλίζω. 2)Ἡ μετόχ. ‘μυλ-λοβρεμένος, ὀλίγον τι ὑγρός: Ἔβκαλεν τὸ πουκάμισόν του, γιατὶ ἔνι ΄μυλ-λοβρεμένον ΄πού τὰ νερά. Συνών. *ἀμυλός. Πβ. άμυλι̮άζω (ΙΙ) .

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/