ἀμύλωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμύλωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀμύλωτος ἐπίθ. Πόντ. (Κωτύορ.)ἀμύλ-λωτος Κύπρ. Σύμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. *ἀμυλωτὸς < *ἀμυλώνω τοῦ ἀρκτικοῦ α προσλαμβάνοντος σημ. στερήσεως διὰ τῆς προπαροξυτονίας Ἰδ. ἀ- στερητ. 2 α.

Σημασιολογία

1)Ὁ ἄνευ λἰπους, ἄνευ πάχους Σύμ.: Ἀμύλ-λωτο κρέας. Ἀντίθ. *ἀμυλαρωτός, *ἀμυλωτός 2)Ὁ μὴ ἠρτυμένος διὰ λίπους ἢ βουτύρου Πόντ (Κωτύορ.) : Ἀμύλωτο ουρβὰ (εἶδος σούπας) . 3)Ὁ μή καταλύσας τὴν νηστείαν, ὁ μὴ φαγὼν πασχαλινὰ φαγητὰ Κύπρ.: Ἔμεινεν ἀμύλ-λωτος Πάσκαν ἡμέραν ὁ κακορρίζικος, γι̮ατὶ ‘ὲν εἶεν π-παρᾶες ν’ ἀγοράσῃ κρϊάς. Συνων. ἀμαντζίριστος 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/